Πριν κάποια χρόνια γνώρισα ένα παιδί που αρνιόταν να συνεργαστεί με ειδικούς ψυχικής υγείας. Κατά καιρούς, έβλεπε κάποιον ειδικό, αλλά δεν υπήρχε συστηματική επίβλεψη. Γνωρίζοντας τον θείο του παιδιού, μου ζήτησε να δω τον ανιψιό του για να μιλήσουμε και να προσπαθήσω να τον «ξεκλειδώσω». Αυτή η προσπάθεια θα γινόταν για να προσεγγίσω τον συνομήλικό μου που καθόταν σπίτι μόνος, χωρίς παρέες, χωρίς ενδιαφέροντα.
Πράγματι, κατόπιν συνεννόησης ανιψιού και θείου, πήγα ένα απόγευμα να τους επισκεφθώ και να κάνουμε παρέα, όσο ήταν εφικτό. Στην αρχή, το αγόρι ήταν διστακτικό και καχύποπτο, διότι νόμιζε πως ήμουν ψυχολόγος. Στην πορεία της συζήτησης που είχαμε άρχισε να «ανοίγεται». Κάποια στιγμή τον ρώτησα «Τι θέλεις να κάνεις τώρα;» και η απάντηση ήταν «Θέλω να παίξω μπάλα». Τότε τον παρότρυνα να βγούμε επιτόπου στην αυλή και να παίξουμε σουτάκια. Με κοίταξε γεμάτος περιέργεια και με ρώτησε γεμάτος απορία «Αλήθεια; Θα παίξουμε μπάλα;» και του απάντησα καταφατικά. Είδα το πρόσωπό του να αλλάζει όψη και πλέον να μην είναι σκυθρωπός. Μετά από λίγα λεπτά πήραμε την μπάλα ποδοσφαίρου και η χαρά πλημμύρισε τα πρόσωπα όλων.
Είχα πετύχει να κερδίσω την εμπιστοσύνη του παιδιού, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε κλειστεί στον εαυτό του και είχε χάσει τα κίνητρά του. Δεν σας κρύβω ότι πριν πάω στην επίσκεψη δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Συνεπώς, όλη αυτή η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη και για εμένα. Παρόλα αυτά είχα στην φαρέτρα μου την εμπειρία της μοναξιάς και της θλίψης (για το γεγονός ότι πάσχω από Πολλαπλή Σκλήρυνση και έχω περάσει την κατάθλιψη για την οποία θα αφιερώσω επόμενο κείμενό μου). Αυτά τα εφόδια αποδείχτηκαν αρκετά για να προσεγγίσω το αγόρι για το οποίο γίνεται λόγος.
Συνεχίζοντας, λοιπόν, την περιγραφή να σας αναφέρω ότι πήγα απόγευμα και μόνο όταν σουρούπωσε μπήκαμε σπίτι για να φάμε, αφού πλέον ήμασταν φίλοι με το παιδί. Σύμφωνα με συζητήσεις που κάναμε μετέπειτα μου αποκάλυψε ότι είχε διαγνωστεί και ο ίδιος με κατάθλιψη, αλλά δεν μπορούσε να το δεχτεί και να συνεργαστεί με ειδικούς. Επίσης, να επισημάνω πως από την μέρα που παίξαμε μπάλα, ανταλλάξαμε αριθμούς τηλεφώνου και βγαίναμε τα σαββατοκύριακα για καφέ ή ποτό.
Από ό,τι με πληροφόρησε ο θείος του παιδιού, ξαναβρήκε το θάρρος που είχε χάσει και έγινε ξανά κοινωνικός. Η χαρά μου, όπως καταλαβαίνετε, ήταν απερίγραπτη.
Εγώ από τη μεριά μου συνειδητοποίησα πως όλοι οι άνθρωποι θέλουμε να έχουμε μια παρέα έμπιστη για να μοιραζόμαστε σκέψεις, φοβίες, ανασφάλειες κτλ. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα μια απλή κίνηση αλληλοκατανόησης, έφερε αυτά τα θεαματικά αποτελέσματα. Πώς θα ήταν, άραγε, η ζωή αυτού του ανθρώπου, αν εκείνο το απόγευμα δεν παίζαμε μπάλα;